Υπάρχει μια ομάδα ασθενών στους οποίους το κύριο πρόβλημα φαίνεται να είναι η διαταραχή του αυτοσεβασμού τους. Αυτό συνδέεται με ειδικές διαταραχές των σχέσεων αυτών των ασθενών με το αντικείμενο και έτσι τους θεωρούμε καθαρό προϊόν της παθολογικής ανάπτυξης του ναρκισσισμού. Επιφανειακά δεν εμφανίζουν σοβαρά διαταραγμένη συμπεριφορά. Κάποιοι λειτουργούν κοινωνικά καλά, σημειώνουν επιτυχίες σε οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο και είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Επίσης ελέγχουν πολύ καλύτερα τις παρορμήσεις τους από ότι οι παιδικόμορφες προσωπικότητες.

Αυτοί οι ασθενείς όμως, έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη να τους αγαπούν και να τους θαυμάζουν. Η συναισθηματική τους ζωή είναι ρηχή, βιώνουν μικρή ενσυναίσθηση και αντλούν ελάχιστη ευχαρίστηση από τη ζωή όταν δεν υπάρχουν νέες πηγές για να τροφοδοτήσουν τον αυτοσεβασμό τους. Η αναλυτική διερεύνηση δείχνει ότι η υπεροπτική και ελεγκτική συμπεριφορά τους είναι μια άμυνα απέναντι σε παρανοειδή χαρακτηριστικά, συνδεόμενα με προβολή «στοματικής οργής». Έχουν έλλειμμα στις σχέσεις τους με το αντικείμενο, αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο παρουσιάζουν πρωτόγονες, εσωτερικευμένες σχέσεις αντικειμένου ενός τρομακτικού είδους, καθώς και ανικανότητα να εξαρτηθούν από εσωτερικευμένα καλά αντικείμενα. Η αντικοινωνική ομάδα – όπου υπάρχει σοβαρή παθολογία του Υπερεγώ – θεωρείται ως μια υποομάδα της ναρκισσιστικής προσωπικότητας.

 

         Οι ασθενείς με ναρκισσιστική οργάνωση προσωπικότητας έχουν έντονο αίσθημα μεγαλείου, ακραίο εγωκεντρισμό, έντονη απουσία ενδιαφέροντος, είναι άπληστοι για θαυμασμό και αποδοχή από τους άλλους. Συχνά για το λόγο αυτό μπορεί να θεωρηθούν εξαρτητικοί αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο αυτό δεν ισχύει γιατί είναι τελείως ανίκανοι να εξαρτηθούν πραγματικά από οποιονδήποτε. Βιώνουν φθόνο για εκείνους που κατέχουν πράγματα που οι ίδιοι δεν έχουν. Πάσχουν από έλλειψη συναισθηματικού βάθους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κατανοήσουν τα περίπλοκα συναισθήματα των άλλων, αλλά και τα δικά τους παραμένουν αδιαφοροποίητα με ένα συγκινησιακό περιεχόμενο το οποίο μπορεί γρήγορα να διογκώνεται και στη συνέχεια να διασκορπίζεται. Δεν νιώθουν αυθεντικά συναισθήματα λύπης και πένθους και παρουσιάζουν ανικανότητα για καταθλιπτικές αντιδράσεις. Όταν βιώνουν εγκατάλειψη ή απογοήτευση από τους άλλους, μπορεί να εμφανίζουν αυτό που επιφανειακά μοιάζει με κατάθλιψη, αλλά αν παρατηρηθεί πιο προσεκτικά είναι αίσθημα θυμού, μνησικακίας, φορτισμένο με επιθυμίες εκδίκησης και όχι πραγματική λύπη απέναντι στην απώλεια ενός ατόμου που εκτιμούν.

         Κατά καιρούς τα συναισθήματα ανασφάλειας και κατωτερότητας που νιώθουν μπορεί να εναλλάσσονται με αισθήματα μεγαλείου και φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Η παρουσία ακραίων αντιφάσεων ως προς την ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους είναι το πρώτο κλινικό στοιχείο που δείχνει τη σοβαρή παθολογία του Εγώ και του Υπερεγώ τους. Οι πολώσεις αυτού του είδους είναι αντίθετες καταστάσεις του Εγώ και εκφράζονται με το μεγαλειώδη (ολοκληρωτικά καλού) έναντι του υποβιβασμένου (ολοκληρωτικά κακού) εαυτού, οι οποίες είναι οι μοναδικές επιλογές που έχουν τα ναρκισσιστικά άτομα για να οργανώσουν την εσωτερική τους εμπειρία. Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν ως ένα βαθμό επίγνωση της ψυχολογικής τους ευθραυστότητας. Φοβούνται ότι θα καταρρεύσουν, ότι θα χάσουν την αυτοεκτίμησή τους ή τη συνοχή του εαυτού τους (για παράδειγμα όταν δέχονται κριτική) και ότι ξαφνικά θα αισθανθούν σαν να μην είναι τίποτα. Νιώθουν ότι η ταυτότητα τους είναι πάρα πολύ εύθραυστη για να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της και να αντέξει στις έντονες δοκιμασίες. Συχνά ο φόβος του θρυμματισμού του εσωτερικού τους εαυτού μετατίθεται σε μια υπερβολική ενασχόληση με την σωματική τους υγεία. Έτσι, τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή στην υποχονδρία και τη θανατοφοβία.

        Οι ασθενείς με ναρκισσιστική οργάνωση προσωπικότητας φαίνεται να εμφανίζουν «ψευδομετουσιωτικό» δυναμικό, δηλαδή μια ικανότητα για ενεργητική και συνεπή εργασία σε ορισμένες περιοχές, η οποία τους επιτρέπει εν μέρει να εκπληρώνουν τις φιλοδοξίες μεγαλείου και να αποσπούν το θαυμασμό των άλλων (διευθυντές οργανισμών, μέλη ακαδημαϊκών θεσμών, άτομα του καλλιτεχνικού χώρου). Πρόκειται για τις «υποσχόμενες» ιδιοφυίες, οι οποίες στην συνέχεια μπορεί να μας εκπλήξουν με την κοινοτυπία της εξέλιξής τους.